πηρώ

πηρώ
Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους, έπειτα από πολλές περιπέτειες, και βοήθησε τον Βία να νυμφευτεί την Πηρώ. Π. λεγόταν και η μητέρα του Ασωπού ποταμού. Τον γέννησε από τον Ποσειδώνα.
* * *
και δωρ. παρῶ, -όω, Α [πηρός]
1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο, ακρωτηριάζω, σακατεύω, («πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς», Αριστοτ.)
2. ευνουχίζω («ἐάν παῑδας ὄντας πηρώσῃ τις», Αριστοτ.)
3. παθ. πηροῡμαι
(για ζώα) είμαι ατελής, ελαττωματικός σε κάποιο μέλος ή όργανο («ἡ δέ φώκη ὥσπερ πεπηρωμένον τετράπουν ἐστί», Αριστοτ.)
4. μτφ. καθιστώ κάποιον ανίκανο, ατελή, παραβλάπτω κάποιον («τὴν ἐρωτικήν μοι τέχνην μήτε ἀφέλῃ μήτε πηρώσῃς δι' ὀργήν», Πλάτ.)
5. παθ. είμαι ανίκανος για κάτι («πεπηρωμένος πρὸς καρπογονίαν», Θεόφρ.)
6. βλάπτω ηθικά, ατιμάζω κάποιον
7. παθ. ατιμάζομαι («τὴν οἰκουμένης κορυφὴν ὑπὸ τυράννου βίας περιορᾱσθαι πηρουμένην», Λιβάν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πηρῶ — Πηρώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πηρώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηρώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρῶ — πηρός disabled in a limb masc/neut gen sg (doric aeolic) πηρόω maim pres subj act 1st sg πηρόω maim pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρῷ — πηρός disabled in a limb masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώ — πηρός disabled in a limb masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηροῦς — Πηρώ fem nom/voc pl Πηρώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηροῖ — Πηρώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηροῦ — Πηρώ fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηροῦν — Πηρώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηροῦσιν — Πηρώ fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”